- ψαραίνω
- (αόρ. εψάρυνα и ψάρηνα) αμετ. становиться седым, покрываться сединой, (начинать) стареть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαραίνω — και ψαρύνω ψάρυνα, γίνομαι ψαρής, γκριζομάλλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψαραίνω — και ψαρένω Ν [ψαρός] γίνομαι ψαρός, γκριζάρω … Dictionary of Greek
ψαρύνω — Ν [ψαρύς] (αμτβ.) ψαραίνω … Dictionary of Greek
ψαρύνω — βλ. ψαραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)